- περιμαζεύομαι
- περιμαζεύομαι, περιμαζεύτηκα βλ. πίν. 18
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
περιμαζεύω — 1. μαζεύω πράγματα σκόρπια 2. συγκεντρώνω, περισυλλέγω (α. «περμάζωξε την αντρειά, βάλε την δύναμή σου», Ερωτοκριτ. β. «δεν μπορώ να περιμαζέψω τον νου μου») 3. συγκρατώ κάποιον από παρεκτροπές, σωφρονίζω κάποιον («πρέπει να περιμαζέψει τα παιδιά … Dictionary of Greek
περιμαζεύω — περιμάζεψα, περιμαζεύτηκα, περιμαζεμένος 1. μαζεύω σκορπισμένα πράγματα, συγκεντρώνω, συμμαζεύω: Περιμάζεψαν όλα τα εργαλεία και τα έβαλαν στη θέση τους. 2. παίρνω κάποιον στο σπίτι μου για περίθαλψη, περιποίηση: Βρήκαν ένα σκυλί αδέσποτο τα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)